χιλιαστής

χιλιαστής
ο, ΝΜΑ [χιλιασμός]
οπαδός τού χιλιασμού, αλλ. μάρτυρας τού Ιεχωβά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιλιαστής — ο ο οπαδός του χιλιασμού: Οι χιλιαστές αρνούνται να κρατήσουν όπλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”